- κοιτώνων
- κοιτώνbed-chambermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… … Dictionary of Greek
κουβικουλάριος — ο (ΑM κουβικ[ου]λάριος) (αυλικός τίτλος στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) αξιωματούχος επιφορτισμένος με τη φρούρηση και τακτοποίηση τών κοιτώνων τών βασιλέων ή άλλων αρχόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubicularius (< cubiculum «δωμάτιο»)] … Dictionary of Greek